ἔθειραι

ἔθειραι
ἔθειραι
Grammatical information: f. pl.
Meaning: `manes of a horse, helmbush' (Il.), `hair', also sing. (h. Ven., Pi.), `of a lion, of a wild boar' etc. (Theoc.).
Compounds: χρυσο-έθειρος `with golden hair' (Archil.), εὑ-έθειρα f. (Anakr.) etc.
Derivatives: ἐθειράδες `hair of the beard' (π 176 v. l. for γενειάδες); ἐθειράζω `have long hair' (Theoc.); also ἐθείρεται `is covered (with scales)' (Orph. A. 929; s. Schwyzer 722f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Perh. as "the shuffling, waving" to ἔθων `pushing, tossing' (s. v.) like πίειρα to πίων; the r-stem in ἔθρις (s. v)? Further to ὄθη φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος H. Cf. for the meaning Lat. iuba, crista, crīnis. - Frisk GHÅ 36 (1930 : 3) 1ff. Very unconvincing. From *u̯edʰ-, Chantr. Gr. Hom. 1, 151?
Page in Frisk: 1,446-447

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔθειραι — ἔθειρα hair fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Шлемы Древней Греции — История эволюции шлемов Древней Греции восходит к микенской цивилизации с середины II тысячелетия до н. э. Этим временем датируются находки самых ранних шлемов и изображения на фресках. Эпоха отражена Гомером в «Илиаде», в которой поэт детально… …   Википедия

  • λυσιέθειρα — λυσιέθειρα, ἡ (Α) αυτή που έχει λυμένα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα] …   Dictionary of Greek

  • οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… …   Dictionary of Greek

  • ουλοέθειρος — οὐλοέθειρος, ον (Μ) ουλόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «κατσαρός» + έθειρος (< ἔθειραι «χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • περισείομαι — και επικ. τ. περισσείομαι Α [σείομαι] (μόνο το παθ. στον παρατ. περισσείοντο) σείομαι, κουνιέμαι, τινάζομαι ολόγυρα («περισσείοντο δ ἔθειραι» οι αλογότριχες τής περικεφαλαίας τινάζονταν ολόγυρα», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • πυκνοέθειρος — ον, Μ πυκνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοέθειρος — και χρυσοέθειρ, ειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και χρυσοέθειρα, Α χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έθειρος / έθειρ (< ἔθειραι «χαίτη, κόμη, μαλλιά»), πρβλ. ὀρθο έθειρος, ὀξυ έθειρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”